άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
τράγουλος — (tragulus). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών. Αριθμεί μικρόσωμα ζώα χωρίς κέρατα, τα οποία έχουν ανεπτυγμένους κυνόδοντες στην επάνω γνάθο. Τα πόδια τους έχουν 4 δάκτυλα. Οι τ. ζουν σε περιοχές της Ινδομαλαισίας, κυρίως σε υγρά ορεινά δάση. Το… … Dictionary of Greek
αγριόγατος — Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών. Οι α. ζουν στα πυκνά δάση της ανατολικής και της κεντρικής Ευρώπης. Ζουν επίσης σε διάφορες περιοχές της ορεινής Σκοτίας. Είναι ζώα επικίνδυνα. Το σώμα τους είναι πιο μεγάλο από της… … Dictionary of Greek
κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μυΐδες — Ονομασία θαλασσινών μαλακίων, εντόμων και θηλαστικών τρωκτικών. 1. Τα μαλάκια είναι ελασματοβράγχια με μακρουλό όστρακο που έχει δύο άνισες θυρίδες. Το μέγεθος των μ. είναι μέτριο και ζουν κυρίως στις ψυχρές θάλασσες. Τα διάφορα είδη του γένους… … Dictionary of Greek
οξύπους — ουν (Α ὀξύπους, ουν) νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη τού βόρειου ημισφαιρίου αρχ. αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πούς (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σιττίδες — Οικογένεια πουλιών, που είναι γνωστά στη χώρα μας με τα κοινά ονόματα τσοπανάκος, σφυριχτής κλπ. Είναι πολύ ευκίνητα μικρόσωμα πουλιά και είναι τα μόνα που μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στους κορμούς των δέντρων, με τη βοήθεια των δυνατών… … Dictionary of Greek
σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… … Dictionary of Greek
στροβιλιστικός — ή, ό, Ν [στροβιλίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροβιλισμό 2. αυτός που γίνεται με στροβιλισμό («στροβιλιστικός χορός») 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι στροβιλιστικοί ζωολ. ομοταξία πλατυελμίνθων που περιλαμβάνει πέντε τάξεις οι οποίες… … Dictionary of Greek